- περισταλτισμός
- Τύπος κινητικής δραστηριότητας, χαρακτηριστικής μερικών κοίλων οργάνων με μυϊκό τοίχωμα. Ο π. χαρακτηρίζεται από ένα κύμα σύσπασης που διατρέχει το όργανο και του οποίου προηγείται ένα κύμα διαστολής· αποτέλεσμα των διαδοχικών αυτών κινήσεων είναι η προώθηση του περιεχομένου του οργάνου. Περισταλτικές κινήσεις εκτελούν ο οισοφάγος, το έντερο και οι ουρητήρες.
* * *ο, Νφυσιολ. η περίσταλση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. peristaltisme < περισταλτικός + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.